ἀλλοιοτέρως

ἀλλοιοτέρως
ἀλλοῑοτέρως , ἀλλοῖος
of another sort
adverbial comp
ἀλλοῑοτέρως , ἀλλοῖος
of another sort
masc acc comp pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αλλοίος — ἀλλοῖος, α, ον (Α) (συγκριτικά αλλοιότερος και αλλοιέστερος) 1. ο άλλου είδους, άλλης φύσεως, αλλιώτικος, διαφορετικός 2. (κατ’ ευφημισμό) αντί τού κακός 3. ο υποκείμενος σε διαφοροποίηση 4. επίρρ. άλλοίως, κατά άλλο τρόπο, διαφορετικά (στον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”